Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Βάστα ρε μπούρδα Καραβάγγο!


Ο Έλληνας είναι στο καναβάτσο. Ριγμένος στα σχοινιά μετράει τα χτυπήματα. Χωρίς αντίσταση. Χωρίς ελπίδα πως η αντίστροφη μέτρηση των δευτερολέπτων θα του φέρει τη λύτρωση του γκονγκ που θα σημάνει τη λήξη του γύρου. Για να πάρει ανάσα. Να πάει στη γωνιά του και να ανασυγκροτηθεί.

Όλοι ζούμε με τη διάχυτη αίσθηση ενός επερχόμενου μεγάλου κακού. Μας είπαν ότι ο δρόμος που μας υποχρέωσαν να περπατήσουμε οδηγεί στο ξέφωτο – αλλά δεν είναι κι αυτοί βέβαιοι, δεν έβαλαν το χέρι τους στη φωτιά.

       Μπορεί να είναι ξέφωτο…
       Μπορεί να είναι (αυτό που λένε ξέφωτο) γκρεμός.

(Θα μας δουν στα βράχια, θα τους δούμε στην κόλαση;).

Σήμερα το πρωί, προς το μεσημεράκι, σε κεντρικό δρόμο της γειτονιάς μου είδε μια ουρά αναμονής, ένα φίδι από όρθια ανθρώπινα σώματα, να κατεβαίνει από τις σκάλες μιας πολυκατοικίας, να συστρέφεται στην είσοδο, να απλώνεται στο πεζοδρόμιο, να στρίβει αριστερά στο δρόμο και να αραδιάζεται δεν ξέρω πόσα μέτρα μακριά.

Ήταν (συν)πολίτες τής μνημονιακής Ελλάδας που περίμεναν να πάνε στον γιατρό, τον συμβεβλημένο με το ΙΚΑ. Για να τους εξετάσει; Όχι δα! Με τόσο πλήθος ο γιατρός δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε διαπίστωση θανάτου!

Όλοι αυτοί έτρεξαν να συνταγογραφήσουν τα φάρμακά τους για τον μήνα που έρχεται και να προλάβουν να τα πάρουν ως την Παρασκευή. Γιατί από τη Δευτέρα – δεύτερη μέρα της νέας χρονιάς – όλοι οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να πληρώνουν τα συνταγογραφημένα φάρμακα και μετά να εισπράττουν τα χρήματα (σε νέες εξοντωτικές ουρές) από τα ταμεία τους.

Ό,τι έχει απομείνει από την κατακρεουργημένη Υγεία αποψιλώνεται, κι ας λένε στομφώδεις πολιτικοί, άριστοι χειριστές της γλώσσες, ότι την εξυγιαίνουν. Η αλήθεια είναι ότι η κατεδάφιση συνεχίζεται το 2012, αυτή τη φορά από τα φαρμακεία που κόβουν την πίστωση στα ταμεία και στο μπαταξίδικο κράτος.  

(-Βάστα ρε Καραβάγγο! Ειδοποία ότι ξαναπιάνουμε δουλειά, ειδοποία, ρε μπούρδα Καραβάγγο... Ανάθεμά αυτόν που έμενε εδώ μέσα. Τίποτα δεν άφησε γερό, τίποτα…).

Κυρίες, κύριοι, δέστε τις ζώνες σας. Σφιχτά! Πιο σφιχτά! Η νέα χρονιά μπαίνει με αναταράξεις. 

Διον. Βραϊμάκης 

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Άχ βρε Νέρι, πώς τα κατάφερες;


Ο Καστίγιο είναι η αγελάδα που κλωτσάει το γάλα. Μια, δυο, τρεις και κάποια στιγμή οι «ποιμένες» την στέλνουν στον έμπορο ή στο σφαγείο. Κλασική περίπτωση παίκτη που χάλασε πάνω στην (ποδοσφαιρική) γέννα του. Από τα χάδια των παραγόντων; Από την ανοχή των προπονητών; Από τα ολέθρια κανακέματα των οπαδών – τότε, κάτω στον Πειραιά στο Λιμάνι;

Δεν ξέρω, δεν είμαι ψυχολόγος ούτε αναλυτής κακοφορμισμένων και χαμένων αξιών. Το σίγουρο είναι πως ο Καστίγιο ποδοπάτησε το ταλέντο του με έναν υπέρβαρο χαρακτήρα-βουβάλι. Από εκεί που θα άφηνε εποχή για την ποδοσφαιρική του αξία, αφήνει εποχή ως ένας από τους πιο ατίθασους και αυτοκαταστροφικούς παίκτες που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα.

Η έκρηξη του ποδοσφαιρικού ταλέντου του στο Κόπα Αμέρικα του 2007 τού άνοιξε την πόρτα για μεγάλη καριέρα, πρόσφερε στον Ολυμπιακό τού Κόκκαλη 15 ζεστά εκατομμύρια εν τη παλάμη και σε αυτόν τη δυνατότητα για υψηλές πτήσεις στην Ευρώπη μετά την απογείωσή του με την εντυπωσιακή μεταγραφή του στη Σαχτάρ.

Και μετά; Μετά ο χαρακτήρας του έγινε, πάλι, ο ταύρος που επιτίθεται με χαμηλωμένο το κεφάλι. Έτσι κατάφερε:

** να τσακωθεί με συμπαίκτες (που κάποιες φορές τον πλάκωσαν κιόλας!),

** να φερθεί βάναυσα σε αντίπαλους (σε έναν του πάτησε με σκαριά το πόδι, νομίζω σε αγώνα με το Αιγάλεω),

** να είναι επιφυλακτικοί μαζί του – έως και αρνητικοί – πάμπολλοι προπονητές: Μαντζουράκης, Σόλιντ, Μπάγεβιτς, Λεμονής (τυχαίο ότι τα βρήκε μόνο, ή σχεδόν μόνο, με τον Αλέφαντο;),

** να τον έχουν σώσει πολλές φορές από τη δυσμένεια των προπονητών Κόκκαλης και Λούβαρης,

** να κάνει του κεφαλιού του και να εκτελέσει αυτός ένα φάουλ, αγνοώντας την εντολή του προπονητή (περίπτωση Μπουλούτ, τότε που του επιτέθηκε έξαλλος ο Σούρερ),

** να κατηγορήσει την παλιά του ομάδα, με εκείνη τη γεμάτη από βαριές μομφές συνέντευξη, για όσα συνέβησαν στο παιχνίδι με τον «φιλικό σύλλογο» Λεβαδειακό,

** να γίνει ικέτης λίγα χρόνια μετά για να ξαναγυρίσει στον Ρέντη (γλείφοντας εκεί που αφόδευε),

** να επιτεθεί σκαιά, αποκαλώντας τον «άσχετο», στον (χαμηλών τόνων) Πέτρο Κόκκαλη και να  ξεσκονίζει τον (υψηλών εκκωφαντικών τόνων – χο χο χο) πατέρα του,

** να κάνει τον Λουτσέσκου να μην  θέλει να τον ξαναδεί – κι ας στοίχισε στη Σαχτάρ μια καραβιά λεφτά, και τώρα…

** να συμπεριφερθεί ανόητα και στον Άρη – στην ομάδα που του έδωσε την ευκαιρία να ξαναγίνει «Έλληνας».

Κι ενώ ως το καλοκαίρι του 2012, που έληγε το συμβόλαιό του με τη Σαχτάρ, μπορούσε να τρώει με χρυσά κουτάλια, «κατάφερε» σε αυτό το μικρό διάστημα να αυτοχειριαστεί πολλές φορές – άσχετα αν τη γλίτωνε με κάποιες πληγές. Πώς το μπόρεσε; Και πώς τόσα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα στο παιδί που αποθέωνε – ακόμα και στις αταξίες του – ο κόσμος του Ολυμπιακού; Για να μείνει έτσι στην ιστορία κάτι σαν ευφημισμός το «Νέρι, αλάνι για πάντα στο λιμάνι».

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Εξουθενωμένοι κι εμείς, κύριε αντιπρόεδρε


Ο κ. Βενιζέλος δηλώνει όχι απλά καταβεβλημένος (το διευκρίνισε κιόλας) αλλά ε-ξου-θε-νω-μέ-νος. Κι εμείς παρομοίως κύριε αντιπρόεδρε και, πιθανόν, μελλοντικέ πρόεδρε του ΠΑΣΟΚ – ή όποιου μορφώματος προκύψει μετά από αυτό.

Ένας εξουθενωμένος υπουργός οικονομικών, σε μια εξουθενωμένη χώρα, με πολίτες που έχουν εξουθενωθεί προ πολλού και τώρα βρίσκονται καθοδόν – αν δεν έχουν φτάσει ήδη πολλοί από αυτούς – προς την εξαθλίωση.

Ο κ. Βενιζέλος εξουθενώθηκε κατά τη διάρκεια μιας οδυνηρής διαδρομής προς την εθνική, την ψυχική και τη βιολογική εξουθένωση ενός λαού που περνάει το δικό του μαρτύριο. Εξουθένωση στην οποία είναι συμμέτοχος ο υπουργός οικονομικών, όπως και οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες μας – πράσινοι, γαλάζιοι, μαύροι και σε αρκετές περιπτώσεις κόκκινοι.

Ήταν μια διαδρομή που είχε ψεύτικες υποσχέσεις, αποτυχημένες προβλέψεις (για «όχι άλλα μέτρα»), λανθασμένες εκτιμήσεις, έλλειψη ικανοτήτων – μπορεί και πονηρά ανομολόγητα σχέδια, αν υποκύψουμε κι εμείς στον πειρασμό της σεναριολογίας που βρήκε πρόσφορο περιβάλλον να αναπτυχθεί, σαν την υγρασία στο πηγάδι. 

Η κούραση του κ. Βενιζέλου συνέπεσε με την κόπωση του πρώην πρωθυπουργού, όπως την αποκάλυψε αυτές τις μέρες (ανωνύμως) ένας από τους υπουργούς του στους «Λος Άντζελες Τάιμς». Τι είπε για τον Γ. Παπανδρέου ο ανώνυμος συνεργάτης του; «Πολιτικά είχε καταρρεύσει. Ήταν κουρασμένος. Ήθελε να φύγει».

Κουρασμένος ο Βενιζέλος, ο Παπανδρέου, ο Κώστας Καραμανλής πριν από δυο χρόνια. Κουρασμένοι οι ηγέτες μιας χώρας που την ξεσκίζει με τα νύχια της η τίγρης της κρίσης και η ύαινα της ευρωπαϊκής «αλληλεγγύης». Παλιοί, ξεπερασμένοι πολιτικοί – ακόμα και εκείνοι που διανύουν μόλις την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους –, πολιτικοί που έχουν κάνει τον κύκλο τους αλλά αρνούνται (από έλλειψη αυτογνωσίας, έπαρση, ναρκισσισμό και συμφέρον) να τον κλείσουν.

Τα μέτρα δεν αποδίδουν, τα ελλείμματα μεγαλώνουν, οι δαπάνες καλπάζουν με κομμένο χαλινάρι και το αύριο το δικό μας και των παιδιών μας γίνεται όλο και πιο σκοτεινό – κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς μας οδηγεί.

Το τοπίο που προβάλλει στον ορίζοντα της χώρας, μοιάζει όλο και περισσότερο με μια καταπληκτική παράσταση – έναν μονόλογο εξαίρετο – που είδα πριν λίγες μέρας το θέατρο «Προσκήνιο». «Ο Ιβάν και τα σκυλιά του» (αυτός είναι ο τίτλος) μιλούν για την οικονομική κατάρρευση στη Ρωσία του Γέλτσιν, τη 10ετία του ΄90. Τότε που εκατομμύρια άνθρωποι, και μαζί χιλιάδες παιδιά, έζησαν χωρίς στέγη, πολεμώντας απέναντι σε άλλους εξαθλιωμένους, σε κακοποιούς, σε αλήτες, σε εκμεταλλευτές. Τότε, τον χειμώνα του 1996, ένα παιδί έφυγε από το σπίτι του για να γλιτώσει από τον μέθυσο πατριό του και έζησε για δύο ολόκληρα χρόνια άστεγο στους δρόμους της Μόσχας, υπό την προστασία αδέσποτων σκυλιών που έγιναν όχι απλά φίλοι του, αλλά σύντροφοι στην εξαθλίωση ανθρώπων και ζώων, μαζί και φύλακές του.
Η αφήγηση του μικρού Ιβάν (που γράφτηκε από την Αγγλίδα Χάτι Νέιλορ και γίνεται με υπέροχο υποκριτικό τρόπο από τον Άρη Σερβετάλη) ξεκινάει με τα εξής λόγια:

«Και έτσι λοιπόν τα χρήματα τέλειωσαν και δεν υπήρχε τρόπος να αγοράσει κανείς φαγητό... Οι μανάδες και οι πατεράδες προσπάθησαν να βρουν πράγματα που μπορούσαν να ξεφορτωθούν, πράγματα που έτρωγαν, που έπιναν ή πράγματα που χρειάζονταν ζεστασιά... Πρώτα έφυγαν τα σκυλιά».

Δεν θα μπορούσαν αυτά τα λόγια να είναι πρόλογος στη σύγχρονη ελληνική τραγωδία που εκτυλίσσεται κάτω από τα βλέμματα «κουρασμένων» πολιτικών και το κνούτο των («αλληλέγγυων») Ευρωπαίων σωτήρων μας;

Διονύσης Βραϊμάκης

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Γεια σου ρε Σάλπι!


Πρώτα υποκλίνεσαι στον ΠΑΟΚ. Και στον ιδρώτα που έχυσε στο Λονδίνο. Και στη λεβεντιά του. Και στην ψυχή του. Και σε αυτό το«Θέλω» που ύψωσε στο Γουάιτ Χαρτ Λέιν.

** Θέλω να νικήσω,

*** Θέλω να προκριθώ,

** Θέλω να μην δείξω πως τα παπούτσια μου είναι γεμάτα λάσπες από τον βούρκο που βουλιάζει η χώρα μου.

Πρώτα η υπόκλιση και μετά δυο-τρία λόγια γι’ αυτήν τη νίκη της λαίδης «Χρεοκοπία» απέναντι στην κυρία «Βεβαιότητα» των Ευρωπαίων πως οι πένητες Έλληνες, έτσι κι αλλιώς, στήνονται, σκύβουν, είναι εύκολοι και πάντα χαμένοι.
Πρώτα ο ΠΑΟΚ στην αναφορά για την εκκωφαντική νίκη και μετά ο Σαλπιγγίδης. Όχι πως σε αυτήν τη μεγάλη, τη σπουδαία επιτυχία, δεν είχαν ανάλογα σπουδαία συμμετοχή ο Κοντρέρας, ο Γεωργιάδης, οΛάζαρ, ο Γκαρσία, ο Φωτάκης – όλοι οι ασπρόμαυροι που έκαναν την Τότεναμ να τα βάψει μαύρα. Αλλά ο Σαλπιγγίδης είναι ο «προδότης»που, τις περισσότερες φορές, αφήνει την ψυχή του στο χορτάρι πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής για τα αποδυτήρια. Όπως την άφησε το βράδυ της Τετάρτης στο Λονδίνο.

Είναι ο παίκτης που τον βρίζουν από τις κερκίδες, από τα ραδιόφωνα στις οπαδικές εκπομπές «λαϊκής γνώμης» και λαϊκών δικαστηρίων, από τις τηλεοράσεις, από τα ποστ των σάιτ, από το facebook, από τις εφημερίδες, από τα συνθήματα των τοίχων της Τούμπας. Στο στόχο τους ο ανδρισμός του, η μάνα του, η οικογένειά του, η ηθική του. Αντιμέτωπος ακόμα και σε νίκες με μια απίστευτης γκάμας συνθηματολογία, εν χορώ, από την «4»: «Π…τη κοντέ, π…τη κοντέ, ΠΑΟΚ δεν ήσουνα ποτέ», ένα από τα δεκάδες συνθήματα. Μέχρι και σελίδα ανοίχτηκε στο fb με ονομασία χρήστη «Ζακοράκη να το ξέρεις τον προδότη πίσω εσύ θα μας τον φέρεις». Όπου οι αναρτημένες χυδαιότητες τρέχουν σαν βοθρολήμματα από ντεραπαρισμένο βυτιοφόρο «Ο Αχόρταγος».

Κι αυτός εκεί. Κολλημένος να γυρίσει, αποφασισμένος να υπομείνει, ταγμένος να τους αγνοεί και να τρέχει, να ιδρώνει και να τιμάει τη φανέλα που φοράει – όποια και να είναι αυτή. Γιατί ο Σάλπι ενσαρκώνει την έννοια και τη λέξη για την οποία (λένε ότι) δεν υπάρχει το αντίστοιχό της σε καμιά άλλη γλώσσα στον κόσμο: το φιλότιμο.